- αταβιστικός
- atavique
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αταβιστικός — ή, ό βιολ. ο σχετικός με τον αταβισμό («αταβιστικά φαινόμενα», «αταβιστικοί χαρακτήρες») … Dictionary of Greek
αταβιστικός — ή, ό αυτός που οφείλεται στον αταβισμό: Τα αταβιστικά χαρακτηριστικά είναι ισχυρότερα από τα άλλα, γι αυτό και ξεχωρίζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)